ἑτερό-ζυξ

  • 1ετερόζυξ — ἑτερόζυξ, ὁ, ἡ (ΑΜ) μσν. αυτός που είναι ζευγμένος μαζί με άλλον, ο ετερόζυγος αρχ. αυτός που είναι ζευγμένος μόνος στον ζυγό, χωρίς τον σύντροφό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ά ζυξ, ομό ζυξ] …

    Dictionary of Greek