ἑτερό-γναθος
1μαλακόγναθος — μαλακόγναθος, ον (Α) (για ίππο) πράος, πειθήνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + γνάθος (πρβλ. ετερό γναθος)] …
2ετερόγναθος — ἑτερόγναθος, ον (Α) (για ίππο) αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γνάθος] …