ἑτεροκλινές
1ἑτεροκλινές — ἑτεροκλινής leaning to one side masc/fem voc sg ἑτεροκλινής leaning to one side neut nom/voc/acc sg …
2ετεροκλινής — ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, ές) αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών αρχ. κατηφορικός… …
3σίδαιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἑτεροκλινές» …