ἑταίρα
1ἑταίρα — ἑταίρᾱ , ἑταίρα fem nom/voc/acc dual (ionic) ἑταίρᾱ , ἑταίρα fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
2ἑταίρᾳ — ἑταίρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
3εταίρα — Κατά την αρχαιότητα η λέξη σήμαινε –όπως και σήμερα– τη γυναίκα των ελευθερίων ηθών, η οποία εμπορεύεται τα θέλγητρά της. Στην Αθήνα, οι ε. αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων γυναικών. Εκτός από το κάλλος, διέθεταν γενικά μια ανεπτυγμένη… …
4εταίρα — η γυναίκα κοινή, πόρνη, παλλακίδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἑταίρας — ἑταίρᾱς , ἑταίρα fem acc pl (ionic) ἑταίρᾱς , ἑταίρα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …
6ἑταίραι — ἑταίρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
7ἑταίραν — ἑταίρᾱν , ἑταίρα fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …
8ἑτάραι — ἑταίρα fem nom/voc pl (epic) ἑτάρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic epic doric aeolic) …
9Σιμαίθα — Εταίρα από τα Μέγαρα. Επειδή κάποτε την άρπαξαν μερικοί μεθυσμένοι νεαροί Αθηναίοι, οι Μεγαρείς για να εκδικηθούν, άρπαξαν με τη σειρά τους δύο εταίρες φίλες της Ασπασίας του Περικλή, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στους Αθηναίους και… …
10ἑταιρᾶν — ἑταίρα fem gen pl (doric ionic aeolic) …