ἑταιρεία

  • 81Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …

    Dictionary of Greek

  • 82εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …

    Dictionary of Greek

  • 83Ζαριφόπουλος — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Πάτρα. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα και ήταν έμπορος στην Οδησσό. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και επέστρεψε στη γενέτειρά του με σκοπό να την προετοιμάσει για τον ξεσηκωμό. Όταν… …

    Dictionary of Greek

  • 84Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …

    Dictionary of Greek

  • 85Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …

    Dictionary of Greek

  • 86Καμαρηνός, Κυριακός — (Καμάρες Μεσσηνίας 1781 – 1820). Φιλικός. Ήταν έμπορος στην Κωνσταντινούπολη και στη Μολδαβία. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 από τον Παπαφλέσσα και αργότερα μετέβη στη Μάνη για να μυήσει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Αφού ολοκλήρωσε την… …

    Dictionary of Greek

  • 87Κλάιβ, Ρόμπερτ — (Robert Clive, Μάρκετ Ντρέιτον 1725 – Λονδίνο 1774). Άγγλος πολιτικός και στρατηγός. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Βρετανικής αυτοκρατορίας των Ινδιών. Σε ηλικία 18 ετών υπηρέτησε στις Ινδίες ως κατώτατος υπάλληλος της Βρετανικής Εταιρείας… …

    Dictionary of Greek

  • 88Κρέι, Σέιμουρ — (Seymour Cray, Γουισκόνσιν 1925 – Κολοράντο 1996). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός. Το 1950 αποφοίτησε με πτυχίο ηλεκτρολόγου μηχανικού από το πανεπιστήμιο της Μινεσότα και το επόμενο έτος έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στα εφαρμοσμένα μαθηματικά.… …

    Dictionary of Greek

  • 89Κωπαΐδα — Πεδιάδα της Βοιωτίας, η οποία άλλοτε ήταν λίμνη. Περιβάλλεται από τα βουνά της Λοκρίδας, τον Ελικώνα, το Σφίγγιο και τα ανατολικά υψώματα του Παρνασσού. Η λεκάνη, στη βαθύτερη περιοχή της οποίας υπήρχε άλλοτε η ομώνυμη λίμνη, δημιουργήθηκε από… …

    Dictionary of Greek

  • 90Λεονάρδος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Ήταν αδελφός του Αλεξάνδρου (βλ. 2.), από τον οποίο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Πολέμησε στη δυτική Ελλάδα και σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι το 1826. 2. Αλέξανδρος. Καταγόταν από την… …

    Dictionary of Greek