ἑταίρ-α

  • 1ἑταῖρ' — ἑταῖραι , ἑταίρα fem nom/voc pl (ionic) ἑταῖρε , ἑταῖρος comrade masc voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αϊταίρι — το 1. το ταίρι, το ένα από δύο όμοια πράγματα 2. το ένα από δύο έμψυχα που πάνε πάντα μαζί, που αποτελούν ζευγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την αρχ. λ. ἑταίρ ιον, υποκορ. τού ἑταῖρος. Ήτοι: τα ἑταίρια > τἀιταίρια > πληθ. ἀιταίρια και ενικ. ἀιταίρι, το] …

    Dictionary of Greek