ἑταίρων

  • 31λεόντιον — I Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αχαΐας, κοντά στον Άνω Σελινούντα, βόρεια της Τριταίας. Ήταν μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. 2. Πεδιάδα της Σικελίας, όπου χτίστηκε η πόλη Λεοντίνοι (βλ. λ.). II Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 32πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… …

    Dictionary of Greek

  • 33παροξυντής — ὁ, ΝΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που παροξύνει, που παρορμά, που ερεθίζει αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «παροξυνταί οἱ τρεφόμενοι ὑπὸ τῶν ἑταιρῶν ὡς ἄν δὴ ἐρασταί» …

    Dictionary of Greek

  • 34συνεργασία — η, ΝΑ [συνεργάζομαι] νεοελλ. 1. κοινή εργασία, συμμετοχή δύο ή περισσότερων ατόμων σε μια ενέργεια ή σε ένα έργο 2. η προσφερόμενη από συνεργάτη εργασία («η συνεργασία του στο περιοδικό συνεχίστηκε και ήταν σημαντική») 3. (κοινων.) μορφή… …

    Dictionary of Greek

  • 35συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… …

    Dictionary of Greek

  • 36συνωμόσιον — τὸ, Α [συνωμότης] 1. αμοιβαίος όρκος εταίρων συλλόγου ή συνωμοτών 2. (απλώς) όρκος …

    Dictionary of Greek

  • 37φρύνη — (Θεσπιές Βοιωτίας 365 π.Χ. – Αθήνα 310 π.Χ). Η γνωστότερη και ωραιότερη εταίρα της ελληνικής αρχαιότητας. Αρχικά την έλεγαν Μνησαρέτη, μα της έδωσαν το όνομα Φ., επειδή ήταν πολύ ωχρή. Ασκούσε στην αρχή το επάγγελμα της αυλητρίδας, και, κατόρθωσε …

    Dictionary of Greek

  • 38Αμπελάκια — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 434 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις ΒΔ πλαγιές της Όσσας και αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας Ιστορία.Η ανάγνωση επιγραφών βεβαιώνει πως τα Α. υπήρχαν τον 16ο αι.· σε αυτή την εποχή φαίνεται να… …

    Dictionary of Greek

  • 39Αρετίνο, Πιέτρο — (Pietro Aretinο, Αρέτσο 1492 – Βενετία 1556). Φιλολογικό ψευδώνυμο τουΙταλού συγγραφέα Πιέτρο ντελ Τούρα. Γιος του Λούκα ντελ Τούρα, τσαγκάρη, και της Μαργκερίτα Μπόντσι, από φτωχή αλλά όχι άσημη οικογένεια, άλλαξε το πατρικό του όνομα, όταν o… …

    Dictionary of Greek

  • 40Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek