ἑστιᾶσαι
1ἑστιᾶσαι — ἑστιάω receive at one s hearth pres ind mp 2nd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres part act fem nom/voc pl (doric) ἑστιάω receive at one s hearth aor inf act (attic doric) …
2ἑστιάσαι — ἑστιά̱σᾱͅ , ἑστιάω receive at one s hearth pres part act fem dat sg (doric) ἑστιά̱σαῑ , ἑστιάω receive at one s hearth aor opt act 3rd sg (attic doric) …
3δέκατος — η, ο (AM δέκατος, η, ον) Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειρά II. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη) 1. η δέκατη μέρα τού μήνα 2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών 3. προσφορά τού ενός δεκάτου… …