ἑστιοῦχος
1εστιούχος — ἑστιοῡχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῡχ Ἐλευσῑνος χθονός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει βωμό ή εστία 3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό 4. αυτός που… …
2ἑστιοῦχος — masc/fem nom sg …
3ἑστιοῦχον — ἑστιοῦχος masc/fem acc sg ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc sg …
4ἑστιούχοις — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut dat pl ἑστιού̱χοις , ἑστιοῦχος masc/fem/neut dat pl …
5ἑστιούχου — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut gen sg ἑστιού̱χου , ἑστιοῦχος masc/fem/neut gen sg …
6ἑστιούχων — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut gen pl ἑστιού̱χων , ἑστιοῦχος masc/fem/neut gen pl …
7ἑστιούχῳ — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut dat sg ἑστιού̱χῳ , ἑστιοῦχος masc/fem/neut dat sg …
8ἑστιοῦχοι — ἑστιοῦχος masc/fem nom/voc pl …
9ἑστιοῦχ' — ἑστιοῦχα , ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc pl ἑστιοῦχε , ἑστιοῦχος masc/fem voc sg …
10-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …
- 1
- 2