ἑστιατήριον
1εστιατήριον — ἑστιατήριον, τὸ (Α) τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εργασ τήριον)] …
2ἑστιατήριον — banqueting hall neut nom/voc/acc sg …
3ἑστιατήρια — ἑστιατήριον banqueting hall neut nom/voc/acc pl …