ἑστηκώς
1ἑστηκώς — ἵστημι make to stand perf part act masc nom/voc sg …
2εντρέχω — ἐντρέχω (AM) τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτι μσν. 1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου») 2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα αρχ …
3εστηκότως — ἑστηκότως (ΑΜ) επίρρ. σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εστηκώς, ότος τού ρ. ίστημι] …
4ՈՏՆԿԵԼԻՔ — (լեաց.) NBH 2 0526 Chronological Sequence: Early classical գ. Յոտն կամ կանգուն կալն. յն. στάσις կամ ἐστηκώς կայք, կամ կացեալ. *Փութացաւ սաւուղ, եւ անկաւ յոտնկելեաց ի գետին. ՟Ա. Թագ. ՟Ի՟Ը. 20 …