ἑστίᾱμα
1εστίαμα — το (Α ἑστίαμα) [εστιώ] 1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.) 2. γεν. τροφή, φαγητό …
2ἑστίαμα — ἑστίᾱμα , ἑστίαμα banquet neut nom/voc/acc sg …
3ἑστιαμάτων — ἑστιᾱμάτων , ἑστίαμα banquet neut gen pl …
4ἑστιάμασι — ἑστιά̱μασι , ἑστίαμα banquet neut dat pl …
5ἑστιάματα — ἑστιά̱ματα , ἑστίαμα banquet neut nom/voc/acc pl …
6ἑστιάματι — ἑστιά̱ματι , ἑστίαμα banquet neut dat sg …