ἑστίουχ-ος

  • 1ἑστιοῦχ' — ἑστιοῦχα , ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc pl ἑστιοῦχε , ἑστιοῦχος masc/fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εστιούχος — ἑστιοῡχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῡχ Ἐλευσῑνος χθονός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει βωμό ή εστία 3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό 4. αυτός που… …

    Dictionary of Greek