ἑρμᾷ
111έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
112ανερμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει έρμα, σαβούρα: Το καΐκι είναι ακόμη ανερμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει αρκετές γνώσεις σε κάτι: Στα θέματα αυτά είναι ανερμάτιστος. 3. ασταθής, επιπόλαιος: Από την πλευρά του χαρακτήρα είναι άνθρωπος… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
113ερματίζω — ερμάτισα, τοποθετώ έρμα στο πλοίο ή το αερόστατο, αλλ. σαβουρώνω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
114μεσημέρι — το ιού 1. το μέσο της μέρας, η μεσημβρία. 2. παροιμ. φρ., «Μεσημέρι τα μπάζω, μεσημέρι τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν;», για τους τεμπέληδες που δεν αντιλαμβάνονται το λόγο για τον οποίο δεν προκόβουν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
115σαβουρώνω — σαβούρωσα, σαβουρώθηκα, σαβουρωμένος 1. τοποθετώ έρμα. 2. μτφ., γεμίζω το στομάχι με πολλή τροφή: Τη σαβούρωσα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
116σαβούρα — η (λ. λατ.) 1. βάρος που προστίθεται στα πλοία για την αύξηση της ευστάθειάς τους, έρμα. 2. απορρίμματα, άχρηστα πράγματα: Πούλησε τα καλά πράγματα και του έμεινε η σαβούρα. 3. μτφ., κατώτατα κοινωνικά στρώματα: Μαζεύτηκε στο γάμο τους όλη η… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
117Ἑρμᾶν — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc acc sg (doric) Ἑρμᾶ̱ν , Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc gen pl (epic doric aeolic) …
118ser-4 — ser 4 English meaning: to put together, bind together Deutsche Übersetzung: “aneinander reihen, knũpfen” Material: O.Ind. sarat , sarit “ filament “ (uncovered), perhaps saṭü “lichen, Mähne, bristle”; Gk. εἴρω (*seri̯ō) “reihe… …
119su̯er-3 — su̯er 3 English meaning: stake Deutsche Übersetzung: “Pfahl” Material: O.Ind. sváru m. “picket, pole, Doppelpfosten, langes bit of wood”; Gk. ἕρμα n. “pad”; homer. acc. ἑρμῖνα m. “Bettpfosten”; O.H.G. swirōn “bepfählen”, M.H.G.… …
120u̯er-1, also su̯er- — u̯er 1, also su̯er English meaning: to bind, to attach Deutsche Übersetzung: “binden, anreihen, aufhängen”, also zum Wägen, daher ‘schwer; Schnur, Strick” Material: A. Gk. ἀείρω from *ἀFέρι̯ω (with Vorschlags α ), seit Homer also… …