ἑρμηνευτικός
1ἑρμηνευτικός — of masc nom sg …
2ερμηνευτικός — ή, ό (AM ἑρμηνευτικός, ή, όν) [ερμηνευτής] 1. αυτός που ερμηνεύει ο αρμόδιος για ερμηνεία («ερμηνευτικά σχόλια») 2. φρ. «ερμηνευτική δύναμη» η δύναμη εκφράσεως, το δώρο, το τάλαντο τού ύφους 3. το θηλ. ως ουσ. ερμηνευτική ένας από τους κλάδους… …
3ερμηνευτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή βοηθάει στην ερμηνεία: Ερμηνευτικά σχόλια. 2. το θηλ. ως ουσ., ερμηνευτική κλάδος της φιλολογίας που ασχολείται με την ερμηνεία κειμένων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἑρμηνευτικά — ἑρμηνευτικός of neut nom/voc/acc pl ἑρμηνευτικά̱ , ἑρμηνευτικός of fem nom/voc/acc dual ἑρμηνευτικά̱ , ἑρμηνευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ἑρμηνευτικῶν — ἑρμηνευτικός of fem gen pl ἑρμηνευτικός of masc/neut gen pl …
6ἑρμηνευτικόν — ἑρμηνευτικός of masc acc sg ἑρμηνευτικός of neut nom/voc/acc sg …
7ἑρμηνευτικοῦ — ἑρμηνευτικός of masc/neut gen sg …
8ἑρμηνευτικούς — ἑρμηνευτικός of masc acc pl …
9ἑρμηνευτικῆς — ἑρμηνευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …
10ἑρμηνευτικῇ — ἑρμηνευτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …