ἑρματίζω
11ἡρματισμένον — ἁρματίζομαι place in a chariot perf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἁρματίζομαι place in a chariot perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἑρματίζω support by means of a sling perf part mp masc acc sg… …
12έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …
13ανερμάτιστος — η, ο (Α ἀνερμάτιστος, ον) 1. (για πλοία) χωρίς έρμα*, σαβούρα 2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση 2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα αρχ. ο άδειος.… …
14αφερματίζω — βγάζω το έρμα από το πλοίο, ξεσαβουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, σαβούρα». Η. λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φ. Ιωάννου] …
15ερμάτιση — η [ερματίζω] βλ. ερματισμός …
16ερματισμός — ο [ερματίζω] η τοποθέτηση έρματος (σαβούρας) σε πλοίο ή αερόστατο (κν. σαβούρωμα) …
17σαβουρώνω — Ν [σαβούρα] 1. βάζω σαβούρα στο πλοίο, τοποθετώ έρμα, ερματίζω 2. μτφ. γεμίζω το στομάχι μου με τροφή, περιδρομιάζω, τρώγω κατά κόρον …
18ἑρματίσας — ἑρματίσᾱς , ἑρματίζω support by means of a sling aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
19ἡρματισμένη — ἁρματίζομαι place in a chariot perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἑρματίζω support by means of a sling perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
20ἡρματισμένης — ἁρματίζομαι place in a chariot perf part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ἑρματίζω support by means of a sling perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …