ἑρκίτας
1ἑρκίτας — ἑρκί̱τᾱς , ἑρκίτης farm slave masc acc pl ἑρκί̱τᾱς , ἑρκίτης farm slave masc nom sg (epic doric aeolic) …
2ερκίτης — ἑρκίτης, ὁ (Α) ο δούλος που διέμενε στους αγρούς τού κυρίου του («ἑρκίτας φησὶ καλεῑσθαι τοὺς κατά τοὺς ἀγροὺς οἰκέτας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος «φραγμός, περίφραξη». Ο τ. δηλώνει τον δούλο που ζούσε εντός τών περιφραγμένων ορίων τών κτημάτων …