ἑπτάπυλον
1ἑπτάπυλον — ἑπτάπυλος with seven gates masc/fem acc sg ἑπτάπυλος with seven gates neut nom/voc/acc sg …
2επιρρύομαι — ἐπιρρύομαι (Α) [ρύομαι] (αποθ.) διασώζω, διαφυλάσσω («ἐπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου», Αισχύλ.) …
3στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …