ἑπτα-βόειος

  • 1επτάβοιος — ἑπτάβοιος, ον (Α) επταβόειος* («ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + * βο(F)ιος (πρβλ. σανσκρ. gavya «βούτυρο». Παλαιότερος τ. τού επιθέτου βόειος (< βους). Απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εννεά βοιος, εκατόμ βοιος)] …

    Dictionary of Greek