ἑπάμων
1επάμων — ἑπάμων, ο (Α) [έπομαι] οπαδός, ακόλουθος, υπηρέτης …
2ἐπάμων — ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind… …
3ἑπάμονες — ἑπάμων attendant masc nom/voc pl …
4εχεπάμων — ἐχεπάμων, ον (Α) επιγρ. αυτός που έχει νόμιμο δικαίωμα ιδιοκτησίας ως κληρονόμος ή αντιπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + επάμων (< έπομαι)] …