ἑξα-κόσιοι
1εξακόσιοι — και ξακόσιοι και ξακόσοι, ες, α (AM ἑξακόσιοι, αι, α, Α δωρ. τ. ἑξακάτιοι) (απόλ. αριθμητ.) έξι εκατοντάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) και το κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > κόσιοι, όπου το ο είναι αναλογικά προς …