ἑξαπέλεκυς
1εξαπέλεκυς — ἑξαπέλεκυς, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια 2. (ειδ.) αυτός που η εξουσία του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («ἑξαπέλεκυς ἡγεμών, στρατηγός, πραίτωρ», Πολ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ἑξαπέλεκυς πραίτορας, στρατηγός 4. φρ. «ἑξαπέλεκυς… …
2ἑξαπέλεκυς — with six axes masc nom sg …
3ἑξαπελέκεας — ἑξαπέλεκυς with six axes masc/fem acc pl (epic ionic) …
4ἑξαπελέκεις — ἑξαπέλεκυς with six axes masc nom/acc pl …
5ἑξαπέλεκυν — ἑξαπέλεκυς with six axes masc acc sg …
6στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… …
7ἑξαπελέκεων — ἑξαπελέκεω̆ν , ἑξαπέλεκυς with six axes gen pl …