ἑξαπλάσιον
1ἑξαπλάσιον — ἑξαπλάσιος six times as large as masc acc sg ἑξαπλάσιος six times as large as neut nom/voc/acc sg ἑξαπλασίων masc/fem voc sg ἑξαπλασίων neut nom/voc/acc sg …
2εξαπλάσιος — α, ο (Α ἑξαπλάσιος, ία, ον και ιων. τ. έξαπλήσιος, ίη, ον) αυτός που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαπλάσιον ποσότητα εξαπλάσια («ἑξαπλάσιον κηροῡ», Ορειβασ.) …