ἑξά-κυκλος
1εξάκυκλος — ἑξάκυκλος, ον (AM) μσν. φρ. «ἑξάκυκλος ἡμερῶν δρόμος» δρόμος έξι ημερών, Τζέτζ.) αρχ. (για όχημα) αυτός που έχει έξι τροχούς («ἅμαξαι ἑξάκυκλοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κύκλος] …
1εξάκυκλος — ἑξάκυκλος, ον (AM) μσν. φρ. «ἑξάκυκλος ἡμερῶν δρόμος» δρόμος έξι ημερών, Τζέτζ.) αρχ. (για όχημα) αυτός που έχει έξι τροχούς («ἅμαξαι ἑξάκυκλοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κύκλος] …