ἑνδέκατος
1ἑνδέκατος — eleventh masc nom sg …
2ενδέκατος — και εντέκατος, η, ο (AM ενδέκατος, η, ον Μ και ἑντέκατος, η, ον) αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό ένδεκα («ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ενδεκάτη α) η ενδέκατη ώρα β) μουσ. ο ενδέκατος φθόγγος τής διατονικής κλίμακας 2.… …
3ενδέκατος — η, ο ο μεταξύ δέκατου και δωδέκατου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Νοέμβριος — Ενδέκατος μήνας του χρόνου με 30 ημέρες. Ήταν ο ένατος μήνας με τριάντα ημέρες του αρχαίου ρωμαϊκού νουμιανού ημερολογίου και έγινε ενδέκατος (με 31 ημέρες) του Ιουλιανού. Επί Αυγούστου όμως ξαναγύρισε στις 30 ημέρες. Κατά τον μήνα αυτόν, ο Ηλιος …
5ἑνδεκάτων — ἑνδέκατος eleventh fem gen pl ἑνδέκατος eleventh masc/neut gen pl …
6ἑνδέκατον — ἑνδέκατος eleventh masc acc sg ἑνδέκατος eleventh neut nom/voc/acc sg …
7ἑνδεκάτη — ἑνδέκατος eleventh fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8ἑνδεκάτην — ἑνδέκατος eleventh fem acc sg (attic epic ionic) …
9ἑνδεκάτης — ἑνδέκατος eleventh fem gen sg (attic epic ionic) …
10ἑνδεκάτου — ἑνδέκατος eleventh masc/neut gen sg …