ἑλίκωψ
1ελίκωψ — ἑλίκωψ, ο, η (θηλ. ἑλικῶπις, η) Α αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές …
2ἑλίκωψ — with rolling eyes masc/fem nom/voc sg …
3ἑλικῶπι — ἑλίκωψ with rolling eyes fem voc sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem voc sg …
4ἑλικῶπιν — ἑλίκωψ with rolling eyes fem acc sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem acc sg …
5ἑλικῶπις — ἑλίκωψ with rolling eyes fem nom sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem nom sg …
6ἑλικώπων — ἑλίκωψ with rolling eyes masc/fem gen pl …
7ἑλίκωπας — ἑλίκωψ with rolling eyes masc/fem acc pl …
8ἑλίκωπες — ἑλίκωψ with rolling eyes masc/fem nom/voc pl …
9ἑλίκωπος — ἑλίκωψ with rolling eyes masc/fem gen sg …
10έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …
- 1
- 2