ἑλλᾱνιος
1Ἑλλάνιος — Ἑλλά̱νιος , Ἑλλάνιος masc nom sg …
2Ἑλλανίας — Ἑλλᾱνίᾱς , Ἑλλάνιος fem acc pl Ἑλλᾱνίᾱς , Ἑλλάνιος fem gen sg (attic doric aeolic) …
3ελλήνιος — ἑλλήνιος, α, ον και δωρ. τ. ἑλλάνιος (Α) 1. ελληνικός («Δία τε ἑλλάνιον αἰδεσθέντες», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλλήνιον ναός τών Ελλήνων στη Ναύκρατη τής Αιγύπτου 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἑλλανία η Ελλάδα …
4Ἑλλανίαν — Ἑλλᾱνίᾱν , Ἑλλάνιος fem acc sg (attic doric aeolic) …
5Ἑλλανίου — Ἑλλᾱνίου , Ἑλλάνιος masc/neut gen sg …
6Ἑλλάνιε — Ἑλλά̱νιε , Ἑλλάνιος masc voc sg …