ἑλκωματικός
1ελκωματικός — ή, ό (Α ἑλκωματικός, ή, όν) αυτός που προξενεί ελκώματα …
2ἑλκωματικήν — ἑλκωματικός causing sores fem acc sg (attic epic ionic) …
3ελκωτικός — ἑλκωτικός, ή, όν (AM) 1. ελκωματικός 2. ερεθιστικός …
1ελκωματικός — ή, ό (Α ἑλκωματικός, ή, όν) αυτός που προξενεί ελκώματα …
2ἑλκωματικήν — ἑλκωματικός causing sores fem acc sg (attic epic ionic) …
3ελκωτικός — ἑλκωτικός, ή, όν (AM) 1. ελκωματικός 2. ερεθιστικός …