ἑλκυστήριος
1ελκυστήριος — α, ο (Α ἑλκυστήριος, ον) κατάλληλος να ασκήσει έλξη …
2ἑλκυστηρίοις — ἑλκυστήριος fit for drawing masc/neut dat pl …
3ἑλκυστηρίῳ — ἑλκυστήριος fit for drawing masc/neut dat sg …
4ἑλκυστήρια — ἑλκυστήριος fit for drawing neut nom/voc/acc pl …