ἑλκομένη
1ἑλκομένη — ἕλκω sulcus pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ἑλκομένῃ — ἕλκω sulcus pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …
3ἑλκομένηι — ἑλκομένῃ , ἕλκω sulcus pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …
4όχημα — το (Α ὄχημα) [οχώ] ειδική κατασκευή με τροχούς η οποία μπορεί να κινείται στην ξηρά με τη μυϊκή δύναμη ζώου ή ζώων και να μεταφέρει ανθρώπους ή φορτία (α. «όχημα αποσκευών» β. «εἵπετο... ὀχήματα και θεράποντες καὶ ἡ πᾱσα πολλὴ παρασκευή», Ηρόδ.)… …