ἑλικτήρ
1ελικτήρ — ἑλικτήρ, ο (Α) 1. οτιδήποτε ελικοειδές 2. βραχιόλι ή σκουλαρίκι …
2ἑλικτήρ — anything twisted masc nom sg …
3ἑλικτῆρας — ἑλικτήρ anything twisted masc acc pl …
4ἑλικτῆρες — ἑλικτήρ anything twisted masc nom/voc pl …
5ειλικτήρ — εἱλικτήρ, ο (Α) βλ. ελικτήρ …
6ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …