ἑλιγμός
1ἑλιγμός — winding masc nom sg …
2ελιγμός — ο (Α ἑλιγμός) 1. στροφή, στρίψιμο 2. περιστροφική κίνηση νεοελλ. 1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού 2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές αρχ. 1. συστροφή οργάνων 2. δέσιμο κόμπου …
3ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εἱλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl (ionic) …
5εἱλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl (ionic) …
6εἱλιγμούς — ἑλιγμός winding masc acc pl (ionic) …
7εἱλιγμῷ — ἑλιγμός winding masc dat sg (ionic) …
8εἱλιγμόν — ἑλιγμός winding masc acc sg (ionic) …
9ἑλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl …
10ἑλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl …