ἑλειός
1ἕλειος — of the marsh masc nom sg ἕλειος of the marsh masc/fem nom sg …
2ἐλειός — dormouse masc nom sg …
3Ἕλειος — masc nom sg …
4έλειος — α, ο (ΑΜ ἕλειος, ον και ἕλειος, α, ον) 1. (για φυτά) αυτός που φύεται σε έλη («έλεια φυτά», «ἕλειος δόναξ») 2. εκείνος που κατοικεί σε έλη («ἕλεια πτηνά», «τῶν Αἰγυπτίων οἱ Ἕλειοι») αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έλος ή έχει σχέση με αυτό …
5ελειός — ο (Α ἑλειός και ἐλειός) ο ασβός αρχ. 1. είδος μυωξού 2. είδος σαύρας 3. σκουλήκι ξύλων 4. σκίουρος …
6ἔλειος — ἔλεος pity neut gen sg (doric) …
7ελειόμυς ή ελειός — (eliomys). Σκιουρόμορφο τρωκτικό της οικογένειας των μυωξιδών. Μοιάζει λίγο με τον μυωξό, από τον οποίο διακρίνεται κυρίως από τον χρωματισμό του τριχώματος, από τις μικρότερες διαστάσεις και από τα ακουστικά του πτερύγια, που είναι πιο… …
8ἕλειον — ἕλειος of the marsh masc acc sg ἕλειος of the marsh neut nom/voc/acc sg ἕλειος of the marsh masc/fem acc sg ἕλειος of the marsh neut nom/voc/acc sg …
9ἑλείων — ἕλειος of the marsh fem gen pl ἕλειος of the marsh masc/neut gen pl ἕλειος of the marsh masc/fem/neut gen pl …
10ἑλείοις — ἕλειος of the marsh masc/neut dat pl ἕλειος of the marsh masc/fem/neut dat pl …