ἑλεδώνη
1ἑλεδώνη — octopus fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ἑλεδώνην — ἑλεδώνη octopus fem acc sg (attic epic ionic) …
3ελεδόνη — και ελεδώνη, η (Α ἑλεδώνη) γένος κεφαλόποδων μαλακίων τής οικογένειας τών οκταποδιδών μελιδόνα, μοσχοχτάποδο νεοελλ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τενεβριονιδών …
4ἑλεδώνας — ἑλεδώνᾱς , ἑλεδώνη octopus fem acc pl ἑλεδώνᾱς , ἑλεδώνη octopus fem gen sg (doric aeolic) …
5αλιδώνα — η είδος χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἑλεδώνη «είδος πολύποδα»] …
6οσμύλη — ὀσμύλη, ἡ (Α) ο θαλάσσιος πολύποδας ελεδώνη, το μοσχοχτάποδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα ύλη (πρβλ. κογχ ύλη)] …