ἑλίττω
1ἑλίττω — ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg (attic) ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg (attic) …
2ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …
3επανελίττω — ἐπανελίττω (Μ) ξανατυλίγω, τυλίγω και πάλι, ξανατυλίγω προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν ελίττω (< έλιξ)] …
4ԳԱԼԱՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0522 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 14c ն. λυγίζω flecto, torqueo, complico, ἐλίττω convolvo Ոլորել. գլել կամ գլորել հոլովմամբ. բոլորել կուղ կուղ. փաթութել. եւ Գելուլ. գորովել զազիս, ճմլել զսիրտս …
5u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- — u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē English meaning: to turn, wind; round, etc.. Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen” Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”) Material: A.… …