ἑκᾰτόμ-βη

  • 1Comisène — Qûmis Le Qûmis[1] est un terme de la géographie de l Iran médiéval qui désigne une ville et la région avoisinante dans le Daylam. Province parthe appelée Choarene ou Comisène dans l antiquité et dont la capitale était Hecatompylos[2] (Εκατομ… …

    Wikipédia en Français

  • 2Hecatompylos — Shahr e Qumis Shahr e Qûmis (fa) شهرقومس, Hécatompyles Administration Pays …

    Wikipédia en Français

  • 3Hécatompyles — Shahr e Qumis Shahr e Qûmis (fa) شهرقومس, Hécatompyles Administration Pays …

    Wikipédia en Français

  • 4Qûmis — Le Qûmis[1] est un terme de la géographie de l Iran médiéval qui désigne une ville et la région avoisinante dans le Daylam. Province parthe appelée Choarene ou Comisène dans l antiquité et dont la capitale était Hecatompylos[2] (Εκατομ πυλος: qui …

    Wikipédia en Français

  • 5Shahr-e Qumis — 35° 57′ 42″ N 54° 02′ 15″ E / 35.961543, 54.037414 …

    Wikipédia en Français

  • 6Shahr-i Qumis — Shahr e Qumis Shahr e Qûmis (fa) شهرقومس, Hécatompyles Administration Pays …

    Wikipédia en Français

  • 7εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… …

    Dictionary of Greek

  • 8εκατόμβη — Στην αρχαιότητα μεγαλόπρεπη θυσία, αρχικά εκατό βοδιών, αλλά αργότερα και άλλων ζώων αντίστοιχης αξίας. Την προσέφεραν κυρίως προς τιμήν του Δία και του Απόλλωνα (απ’ όπου προέρχεται και το επίθετο των δύο θεών εκατομβαίοι), με εξιλαστήριο σκοπό …

    Dictionary of Greek

  • 9επτάβοιος — ἑπτάβοιος, ον (Α) επταβόειος* («ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + * βο(F)ιος (πρβλ. σανσκρ. gavya «βούτυρο». Παλαιότερος τ. τού επιθέτου βόειος (< βους). Απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εννεά βοιος, εκατόμ βοιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 10εχέβοιον — ἐχέβοιον, τὸ (Α) ο ιμάντας που προσδένεται στον ζυγό τού αρότρου, το μεσάβοιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + βοιος, ον (< *βόFιος), τ. στον οποίο απαντά ως β συνθετικό η λ. βους πρβλ. αλφεσί βοιος, εκατόμ βιος] …

    Dictionary of Greek