ἑκυρός

  • 11Ударение в праиндоевропейском языке — Перед прочтением этой статьи, для лучшего понимания материала, настоятельно рекомендуется ознакомиться со статьёй ударение. Ударение в праиндоевропейском языке было свободным (могло находиться на любом слоге в слове) и подвижным (могло смещаться… …

    Википедия

  • 12μητριά — η (ΑΜ μητρυιά, Α δωρ. τ. ματρυιά, ιων. τ. μητρυιή, αιολ. τ. ματροία, Μ μητριά και μητρία και μητριγιά) η δεύτερη σύζυγος τού πατέρα σε σχέση με τα παιδιά τής πρώτης συζύγου, θετή μητέρα νεοελλ. μτφ. σκληρή και άστοργη μητέρα («αυτή είναι μητριά… …

    Dictionary of Greek

  • 13πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… …

    Dictionary of Greek

  • 14sue̯ krū- —     sue̯ krū     English meaning: mother in law or father in law     Deutsche Übersetzung: “Mutter of Ehemannes”     Material: O.Ind. svásura , Av. x ̌asura “father in law”, O.Ind. svasrū ‘schwiegermutter”; Pers. χusrū ds.; Arm. skesur… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary