ἑκουσιότης
1εκουσιότης — ἑκουσιότης, η (AM) η ιδιότητα τού εκούσιου, ελεύθερη γνώμη …
2ἑκουσιότης — willingness fem nom sg …
3ἑκουσιότητι — ἑκουσιότης willingness fem dat sg …
4ἑκουσιότητος — ἑκουσιότης willingness fem gen sg …
1εκουσιότης — ἑκουσιότης, η (AM) η ιδιότητα τού εκούσιου, ελεύθερη γνώμη …
2ἑκουσιότης — willingness fem nom sg …
3ἑκουσιότητι — ἑκουσιότης willingness fem dat sg …
4ἑκουσιότητος — ἑκουσιότης willingness fem gen sg …