ἑκκαθεύδω
1εκκαθεύδω — ἐκκαθεύδω (Α) κοιμάμαι έξω από το σπίτι μου ή τη συνηθισμένη μου διαμονή …
2ἐξεκάθευδον — ἐκκαθεύδω sleep out of one s quarters imperf ind act 3rd pl ἐκκαθεύδω sleep out of one s quarters imperf ind act 1st sg …
3εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος …