ἑκατόνταρχος
1ἑκατόνταρχος — masc nom sg …
2εκατόνταρχος — Αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού που διοικούσε μία εκατονταρχία (βλ. λ.). Διακριτικό σύμβολο των ε. ήταν ένα κλήμα αμπελιού. Οι καλύτεροι από αυτούς διορίζονταν διοικητές της πρώτης εκατονταρχίας της πρώτης κοόρτεως. Όσοι από τους ε. δεν ήταν… …
3ἑκατοντάρχοιο — ἑκατόνταρχος masc gen sg (epic) …
4ἑκατοντάρχοις — ἑκατόνταρχος masc dat pl …
5ἑκατοντάρχου — ἑκατόνταρχος masc gen sg ἑκατοντάρχης leader of a hundred masc gen sg …
6ἑκατοντάρχους — ἑκατόνταρχος masc acc pl …
7ἑκατοντάρχων — ἑκατόνταρχος masc gen pl …
8ἑκατοντάρχῳ — ἑκατόνταρχος masc dat sg …
9ἑκατόνταρχοι — ἑκατόνταρχος masc nom/voc pl …
10ἑκατόνταρχον — ἑκατόνταρχος masc acc sg …