ἑκατόμβη
1ἑκατόμβη — an offering of a hundred oxen fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ἑκατόμβῃ — ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem dat sg (attic epic ionic) …
3εκατόμβη — Στην αρχαιότητα μεγαλόπρεπη θυσία, αρχικά εκατό βοδιών, αλλά αργότερα και άλλων ζώων αντίστοιχης αξίας. Την προσέφεραν κυρίως προς τιμήν του Δία και του Απόλλωνα (απ’ όπου προέρχεται και το επίθετο των δύο θεών εκατομβαίοι), με εξιλαστήριο σκοπό …
4εκατόμβη — η μεγάλος αριθμός ανθρώπινων θυμάτων σε πόλεμο ή άλλη καταστροφή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἑκατόμβαι — ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem nom/voc pl ἑκατόμβᾱͅ , ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem dat sg (doric aeolic) …
6ГЕКАТОМБА (ЖЕРТВОПРИНОШЕНИЕ) — •Έκατόμβη, см. Sacrifïcia …
7Гекатомба — • Έκατόμβη, см. Sacrifïcia, Жертва …
8ἑκατόμβαις — ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem dat pl …
9ἑκατόμβην — ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem acc sg (attic epic ionic) …
10ἑκατόμβης — ἑκατόμβη an offering of a hundred oxen fem gen sg (attic epic ionic) …