1εκασταχού — ἑκασταχοῡ (AM) επίρρ. 1. σε κάθε τόπο, παντού, οπουδήποτε 2. κατά διαστήματα, που και που, εδώ κι εκεί …
Dictionary of Greek
2ἑκασταχοῦ — everywhere indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)