ἐῤῥώσαντο
1ἐρρώσαντο — ῥώννυμι strengthen aor ind mid 3rd pl ῥώομαι move with speed aor ind mid 3rd pl …
2SIPYLUM — et SIPYLUS, SIPYLOS Stephano, oppidum Lydiae in Magnesia, absorptum, teste Pliniô, l. 2. 6. 91. et l. 5. c. 29. Item Sipylus, mons ad Maeandrum fluvium prius Ceraunius, dictus, teste Plutarch. l. de Fluminibus et Montibus. Ovid. Met. l. 6. v. 149 …
3ρώομαι — Α (επικ.τ.) (αποθ.) 1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.) 2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις 3. (για μαλλιά) κυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… …
4υπερικταίνομαι — Α (επικ. τ.) κινούμαι με υπερβολική ταχύτητα («γούνατα δ ἐρρώσαντο, πόδες δ ὑπερικταίνοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά σε χωρίο τής Οδύσσειας και ερμηνεύεται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους. Κατά μία άποψη, το ρ. είναι σύνθ. από το… …