ἐύρροος
1εΰρροος — ἐΰρροος, οον (Α) βλ. εύρους …
2ἐύρροος — ἐΰρροος , ἐύρρους masc/fem nom sg (epic) …
3εύρους — εὔρους, ουν και εὔροος, ον (ΑΜ Α και ἐύρροος, ον) 1. (για ποταμό) αυτός που ρέει όμορφα, που έχει καθαρό και άφθονο ρεύμα νερού 2. (για πηγάδι) αυτό που αναβλύζει άφθονο νερό αρχ. 1. άφθονος 2. (για τον οργανισμό) αυτός τού οποίου το εκκριτικό… …