ἐύξους

  • 1ἐύξους — ἐΰξους , εὔξοος of polished metal masc/fem nom pl (epic) ἐΰξους , εὔξοος of polished metal masc/fem nom/voc sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εύξους — εὔξους, ουν, εὔξοος, οον, επικ. τ. ἐΰξοος, οον (Α) 1. ο επεξεργασμένος καλά, ο εύξεστος* 2. φρ. «σκέπαρνον ἐΰξοον» σκεπάρνι από στιλβωμένο μέταλλο 3. αυτός που στιλβώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξόος (< ξέω)] …

    Dictionary of Greek