ἐὰν

  • 121MORS — apud Gaditanos olim aram habuit. Vide supra in voce Dii. Etiam pro quodam Numine aut Daemone Maroni. Aen. l. 11. v. 197. Multa boum circa mactantur corpora Morti. Ubi Servius, Aut in mortem, inquit: aut Morti ipsi Deae. ac Lacedaemoniis, quos… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 122PRIVILEGIUM — ius est singulare, et in certae personae vel causae gratiam, favoremve: Isidoro Lex de uno homine lata. De his Lex XII. Tabb. memorata Ciceroni, de LL. l. 3. Privilegia ne irroganto, i. e. de privis seu singulis hominibus leges ne ferantur; varie …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 123ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …

    Dictionary of Greek

  • 124αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 125αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …

    Dictionary of Greek

  • 126αγχούρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Μίδα, βασιλιά της Φρυγίας. Κάποτε στη Φρυγία, κοντά στις Κελαινές, άνοιξε ένα μεγάλο χάσμα στη γη που μεγάλωνε αδιάκοπα και απειλούσε να εξαφανίσει όλη τη χώρα. O Μίδας ρώτησε το μαντείο τι έπρεπε να κάνει και του… …

    Dictionary of Greek

  • 127αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …

    Dictionary of Greek

  • 128ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …

    Dictionary of Greek