ἐϋκλειῶς
1Εὐκλείως — Εὔκλειος good repute masc acc pl (doric) …
2εὐκλείως — εὐκλεής of good report adverbial (doric) …
3ἐυκλειῶς — εὐκλεής of good report adverbial (attic epic doric) …
4ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… …