ἐχέ-φρων

  • 1εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …

    Dictionary of Greek

  • 2εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… …

    Dictionary of Greek

  • 3ευθυδικόφρων — εὐθυδικόφρων, ον (Μ) αυτός που κρίνει με ευθύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύδικος + φρων < θ. φρέν τού φρην, φρενός (πρβλ. ά φρων, εχέ φρων)] …

    Dictionary of Greek

  • 4ευσεβόφρων — εὐσεβόφρων, ὁ (Α) αυτός που έχει ευσεβές φρόνημα. επίρρ... ευσεβοφρόνως (ΑΜ) σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φρων (< φρην), πρβλ. αλλό φρων, εχέ φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 5εχθρόφρων — ἐχθρόφρων, ον (Α) (κατά το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, εχέ φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 6ζηνόφρων — ζηνόφρων, ον (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που γνωρίζει τις σκέψεις και τις αποφάσεις τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζηνός, γεν. τού Ζευς*, + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας φρεν τού φρην, φρενός), πρβλ. εχέ φρων, παρά φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 7θηλύφρων — ον (Α θηλύφρων, ον) αυτός που σκέπτεται σαν γυναίκα, θηλυπρεπής, θηλυδρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, εχέ φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 8θνητόφρων — θνητόφρων, ον (Μ) αυτός που σκέπτεται θνητά, μάταια, εφήμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + φρων (< φρην), πρβλ. εχέ φρων, παρά φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 9αγέστρατος — ἀγέστρατος ο, η (Α) αυτός που οδηγεί τον στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω + στρατός, όπως και τα ἀγέ λαος, ἐλκε χίτων, ἐχέ φρων. Το ε τού α’ συνθετ. είναι δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική ἄγε λαόν!, ἔλκε χιτώνα! κ.λπ. Με το ἄγος ως β’… …

    Dictionary of Greek

  • 10εχέφρων — ον (ΑΜ ἐχέφρων, ον) αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον η σύνεση, η φρόνηση. επίρρ... εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως) με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.… …

    Dictionary of Greek