ἐχεμυθῶ
1εχεμυθώ — ἐχεμυθῶ, έω (Α) [εχέμυθος] είμαι εχέμυθος, κρατώ το μυστικό που μού εμπιστεύθηκαν, σιωπώ («τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα», Ιάμβλ.) …
2ἐχεμυθῶ — ἐχεμῡθῶ , ἐχεμυθέω to hold one s peace pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐχεμῡθῶ , ἐχεμυθέω to hold one s peace pres ind act 1st sg (attic epic doric) …