ἐχέπωλος
1εχέπωλος — ἐχέπωλος, ον (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἔχων ἵππους» 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱππικός, ἱπποτρόφος». [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + πώλος «πουλάρι»] …
2Ἐχέπωλος — masc nom sg …
3ἐχέπωλος — having horses masc/fem nom sg …
4ἐχέπωλον — ἐχέπωλος having horses masc/fem acc sg ἐχέπωλος having horses neut nom/voc/acc sg …
5Ἐχέπωλοι — Ἐχέπωλος masc nom/voc pl …
6ἐχέπωλοι — ἐχέπωλος having horses masc/fem nom/voc pl …
7Ἐχέπωλον — Ἐχέπωλος masc acc sg …
8Echepólvs — ECHEPÓLVS, i, Gr. Ἐχέπωλος, ου, des Thalysus Sohn, ein guter Soldat, den aber Antilochus, als den ersten von den Trojanern, erlegete, und Elephenor hernach weg schleppete, allein auch darüber von dem Agenor hingerichtet wurde. Homer. Il. Δ. v.… …
9εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …